- μετανοοῦντες
- μετανοέωperceive afterwardspres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)μετανοέωperceive afterwardspres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιλίκιο — Ένδυμα από χοντρό ύφασμα, φτιαγμένο από τρίχες καμήλας ή κατσίκας. Το φορούσαν κατάσαρκα οι Εβραίοι προφήτες και ιεροκήρυκες ως ένδειξη μετάνοιας. Αντίθετα, οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν αυτό το ύφασμα για στρατιωτικές ανάγκες και έφτιαχναν… … Dictionary of Greek
Μανιάσκο, Αλεσάντρο — (Alessandro Magnasco, Γένοβα 1667 – 1749). Ιταλός ζωγράφος. Επονομαζόταν επίσης και Ιλ Λισαντρίνο. Ήταν γιος του Στέφανο Μ., επίσης ζωγράφου. Στην εφηβεία του, ταξίδεψε στο Μιλάνο, όπου μαθήτευσε κοντά στο εργαστήριο του Φιλίπο Αμπιάτι,… … Dictionary of Greek